- διασίδι
- και διάσιμο, το1. στημόνι αργαλειού2. πανί που υφαίνεται στον αργαλειό3. η υφαντική εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασίδι — το 1. νήμα που περνιέται στον αργαλειό, για να χρησιμέψει ως στημόνι. 2. το πανί, το ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)